Της Σοφίας Εμμανουήλ (semmanouil@gmail.com)
Η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει όσα χρειάζεται σε επίπεδο διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και μπορεί θεωρητικά να έχουμε μια ανεργία της τάξης του 10,5%, όμως η πραγματικότητα είναι πως υπάρχουν δεξιότητες που λείπουν από την αγορά εργασίας.
Τα παραπάνω σημείωσε στο forum των Δελφών ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εξηγώντας ότι η μεγάλη εικόνα είναι ότι έχουμε επιλύσει τα πρώτα προβλήματα όπως η αναχρηματοδότηση του χρέους, οι τράπεζες και η κοινωνική ασφάλιση, αλλά υπάρχουν και άλλα σοβαρά προβλήματα για να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και τους ρυθμούς ανάπτυξης γιατί πρέπει να συγκλίνουμε με την ΕΕ. Ο ίδιος, σε άρθρο του στην Καθημερινή πριν από λίγες εβδομάδες είχε κάνει λόγο για ελλείψεις 200.000 εργαζομένων στον τουρισμό, τον αγροτικό τομέα και την οικοδομή, οι οποίες εάν δεν καλυφθούν άμεσα θα αρχίσουμε να έχουμε πρόβλημα και στην οικονομία.
Οι μετανάστες είναι μια σημαντική ομάδα του πληθυσμού που μπορεί να συνεισφέρει στη λύση του προβλήματος. Σημειώνεται ότι εργάζονται νόμιμα στην Ελλάδα περίπου 14.000 πολίτες τρίτων χωρών. Ο αριθμός αναμένεται να διπλασιαστεί σύμφωνα με όσα ανέφερε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Δημήτρης Καιρίδης, σε πρόσφατη εκδήλωση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) για την παρουσίαση έρευνας που εκπόνησε η Deloitte για τα κενά στο σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης και τις λύσεις που προτείνεται να προωθηθούν. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η χώρα διαθέτει περίπου 720.000 νόμιμους μετανάστες, 50.000 πρόσφυγες και 27.000 Ουκρανούς με προσωρινή προστασία αθροίζοντας περίπου 800.000 νόμιμο μεταναστευτικό πληθυσμό.
Σημειώνεται ότι το ποσοστό απασχολισιμότητας αυτού του πληθυσμού είναι υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, πάνω από 60%. Οπότε σε αυτό το εργατικό δυναμικό επικεντρώνεται η σχεδιαζόμενη εθνική στρατηγική ένταξης.
Παράλληλα ωστόσο αναδεικνύεται η ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες που θα αμβλύνουν τις ανισότητες. Για παράδειγμα, η ισότητα των φύλων στην απασχόληση αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα κοινωνικά θέματα, αφού η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση από το τέλος στην κατάταξη των κρατών μελών της ΕΕ με βάση τον δείκτη ισότητας του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ισότητας των Φύλων (EIGE) και είναι η χώρα που έχει τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου ως προς την απασχόληση και την ανεργία μεταξύ των 27 κρατών μελών.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι ακόμα πιο κρίσιμα όταν μιλάμε για γυναίκες μετανάστριες. Αξιοσημείωτα είναι τα ευρήματα έρευνας του SolidarityNow σε εργαζόμενες μετανάστριες που έδειξε ότι η πλειοψηφία τους έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το 40% των γυναικών έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 41% έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση ή/και την ανώτατη εκπαίδευση, ενώ μόνο το 18% έχει ολοκληρώσει μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Όσον αφορά τη γλωσσική επάρκεια, το 56% βρίσκεται επί του παρόντος στη διαδικασία εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, ενώ μόνο το 20% μιλάει τη γλώσσα. Το 95% πιστεύει ότι είναι σημαντικό να μάθει κανείς ελληνικά ή μια άλλη γλώσσα της ΕΕ (70%) για να εξασφαλίσει εργασία στην Ελλάδα.
Το 63% πιστεύει ότι είναι σημαντικό να διαθέτει ή/και να αποκτήσει πιστοποιητικά επαγγελματικής κατάρτισης ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι γυναίκες υψηλής ειδίκευσης που έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια ή/και την τριτοβάθμια εκπαίδευση πληρούν τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας.
Όσον αφορά την επαγγελματική τους κατάρτιση, το 76% έχει ολοκλήρωσει την εκπαίδευσή του στην χώρα καταγωγής. Οι γυναίκες ηλικίας 17-29 ετών, που δεν ολοκλήρωσαν την εκπαίδευση τους στη χώρα καταγωγής, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην πρόσβαση στην εργασία, λόγω χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου.
Επίσης, η πλειοψηφία των γυναικών με προσφυγικό και μεταναστευτικό υπόβαθρο απασχολείται στον τομέα του τουρισμού, 26% απασχολούνται σε υπηρεσίες παροχής καταλύματος και υπηρεσίες εστίασης. Περίπου το 19% απασχολείται στον τομέα προσωπικής φροντίδας και το 15% σε επαγγέλματα οικιακής φροντίδας. Όσον αφορά την εμπειρία τους από την ελληνική αγορά εργασίας, οι μισές από τις συμμετέχουσες στην έρευνα του SolidarityNow ανέφεραν ότι έχουν εργαστεί χωρίς σύμβαση ή ασφάλιση κατά το τελευταίο έτος.