Η θεωρία των ενδιαφερομένων μερών είναι η κυριότερη θεωρία πάνω στην οποία στηρίζεται η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη.
Προκειμένου να ενσωματωθεί πλήρως η ΕΚΕ σε μια επιχειρηματική στρατηγική, πρέπει να κατανοηθεί η σχέση της επιχείρησης με τα ενδιαφερόμενα μέρη της (stakeholders) από την ίδια και τους υπεύθυνους διαχείρισής της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη επίλυσης του προβλήματος του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να θέσουν σε προτεραιότητα και να αντιμετωπίσουν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών τους, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να διατηρήσουν και την κερδοφορία της επιχείρησης. Κατατάσσοντας λοιπόν, τα ενδιαφερόμενα μέρη ανάλογα με τη συνάφειά τους με τις δραστηριότητες της επιχείρησης και διαιρώντας τα, ακολουθώντας πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες ταξινομήσεις, θα είναι εφικτή μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των ενδιαφερόμενων μερών, καθώς θα δίδεται προτεραιότητα σε αυτά με τη μεγαλύτερη σημασία.
Η εξέλιξη της αυξανόμενης ευθύνης μιας επιχείρησης προς την κοινωνία πέρα από αυτή της απλής μεγιστοποίησης του κέρδους για τους μετόχους της, οδήγησε στην ανάπτυξη της θεωρίας των ενδιαφερομένων μερών. Πλέον έχει μετατοπιστεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από την υιοθέτηση μιας επιχειρηματικής στρατηγικής που επικεντρώνεται αποκλειστικά στο κέρδος, καθώς πλέον πιστεύεται ότι οι επιχειρήσεις έχουν μια βαθύτερη ευθύνη ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη, ακόμα και αν κάποια κέρδη θυσιάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτελούν το περιβάλλον (άμεσο και έμμεσο), το οποίο αλληλεπιδρά με την επιχείρηση και έχει ενδιαφέρον από τις δραστηριότητές της. (Ο αγγλικός όρος είναι Stakeholders, δηλαδή αυτοί που κρατούν-έχουν ενδιαφέρον). Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι σε μία επιχείρηση είναι οι μέτοχοι, οι εργαζόμενοι, οι δανειστές-πιστωτές (τράπεζες). Έμμεσα ενδιαφερόμενοι είναι το κράτος, οι τοπικές κοινωνίες στις οποίες δραστηριοποιείται μία επιχείρηση, οι ομάδες πίεσης π.χ. ακτιβιστές, διαδηλωτές, κ.ά. Η θεωρία των ενδιαφερόμενων μερών βοηθάει την επιχείρηση να λάβει υπόψη της όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (τόσο άμεσα όσο και έμμεσα) και να εμπλακεί σε μία ουσιώδη διαδικασία διαλόγου πριν καθορίσει το πρόγραμμα δράσης της όσον αφορά την εταιρική κοινωνική της ευθύνη.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη λοιπόν, αντιπροσωπεύουν μια σχεδόν ατέλειωτη ομάδα ανθρώπων, ανάλογα με τον κλάδο και την περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση και τα άτομα που περιλαμβάνουν επεκτείνονται από τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης έως τους κατοίκους της πόλης στην οποία η επιχείρηση εδρεύει και λειτουργεί. Αυτά αποτελούν τη σύνδεση μεταξύ των στόχων της επιχείρησης και των προσδοκιών της κοινωνίας για αυτήν.
Σύμφωνα με τον Νίκο Αναλυτή, πρόεδρο του Ελληνικού Δικτύου για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, «η έννοια της εταιρικής υπευθυνότητας βρίσκει εφαρμογή σε μεγάλο αριθμό ελληνικών επιχειρήσεων. Είναι πλέον γεγονός πως έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως δίχως την αποδοχή της κοινωνίας δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ως επιχειρήσεις. Κατά κάποιο τρόπο μιλάμε για Άδεια Κοινωνικής Λειτουργίας». Η έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης βρίσκει διαρκώς νέα πεδία δράσης, είναι επόμενο να εισέρχονται επιχειρήσεις με δράσεις που αποβλέπουν στο ίδιο συμφέρον, αμφισβητώντας έτσι την αξία της εταιρικής υπευθυνότητας. Επιπλέον υπάρχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης των συγκεκριμένων εφαρμογών-πρακτικών μελλοντικά από τις επιχειρήσεις, τουλάχιστον όσον αφορά τον τομέα του περιβάλλοντος». Τα ενδιαφερόμενα μέρη μιας επιχείρησης μπορούν να χωριστούν σε 3 κατηγορίες:
Οργανωτικά (εσωτερικά ως προς την εταιρεία): εργαζόμενους, διοικητικά στελέχη, συλλόγους, μετόχους.
Οικονομικά (εξωτερικά ως προς την εταιρεία): πελάτες, πιστωτές, διανομείς, προμηθευτές.
Κοινωνικά (εξωτερικά ως προς την εταιρεία): κοινότητες, κυβέρνηση, μη κερδοσκοπικοί φορείς, περιβάλλον.