Της Σοφίας Εμμανουήλ (semmanouil@gmail.com)
Η παγκόσμια αγορά συσκευασίας προσελκύει επενδυτές και ισχυρή ζήτηση ως αποτέλεσμα των δεσμεύσεων των εταιρειών σε όλη την αλυσίδα αξίας για μείωση της χρήσης πλαστικών και αύξηση της χρήσης ανακυκλωμένων υλικών.
Αν και η βιομηχανία βιώσιμης συσκευασίας αναπτύσσεται ταχύτερα από το ΑΕΠ -τόσο στην παγκόσμια όσο και στην τοπική αγορά- αυξάνονται οι προκλήσεις για εταιρείες καταναλωτικών αγαθών (FMCG), σούπερ μάρκετ, παραγωγούς προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και λιανέμπορους, καθώς επωμίζονται αυξημένα κόστη. Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος που σε συνδυασμό με τις παγιωμένες καταναλωτικές συνήθειες οδηγεί στην επιβράδυνση της στροφής στις βιώσιμες συσκευασίες στο πλαίσιο της μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης με γνώμονα την βιωσιμότητα.
Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις τροφίμων είναι αντιμέτωπες με προκλήσεις που έχουν να κάνουν με τη συμμόρφωση με τις νέες ευρωπαϊκές οδηγίες για τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα και με τους κανονισμούς που διέπουν τη μετάβασης σε πιο βιώσιμες λύσεις όπως η υιοθέτηση ανακυκλώσιμων ή βιοδιασπώμενων υλικών στη συσκευασία. Ζητούμενο είναι αφενός η μετάβαση σε πιο “πράσινες” συσκευασίες και αφετέρου η ασφάλεια και η διατήρηση της ποιότητας και της διάρκειας ζωής των προϊόντων με την μικρότερη δυνατή οικονομική επιβάρυνση.
Πρόκειται για προκλήσεις που αφορούν την αγορά παγκοσμίως. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της McKinsey εντοπίζονται έξι βασικά εμπόδια σε όλη την αλυσίδα αξίας που συμβάλλουν στην επιβράδυνση της υιοθέτησης βιώσιμων συσκευασιών: η προσιτή τιμή, η απόδοση, η έλλειψη κοινής αντίληψης σχετικά με την έννοια της βιωσιμότητας, η απουσία σαφήνειας στα κανονιστικά πρότυπα, η περιορισμένη προσφορά αξιόπιστων λύσεων και η έλλειψη γνώσης γύρω από τις υφιστάμενες και τις αναπτυσσόμενες λύσεις.
Ειδικότερα, αναφορικά με την προσιτότητα της τιμής σημειώνεται ότι τα βιώσιμα υλικά όπως το ανακυκλωμένο τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (rPET) και ευρύτερα τα βιώσιμα πλαστικά έχουν συχνά υψηλότερη τιμή. Επομένως, για να διατηρήσουν οι εταιρείες τα περιθώρια κέρδους τους, θα πρέπει να μετακυλίσουν μέρος αυτού του κόστους στους καταναλωτές. Επιπλέον, είναι στοίχημα σε τι βαθμό τα νέα υλικά μπορούν να φτάσουν την απόδοση των παραδοσιακών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για κινδύνους που αντιμετωπίζουν προμηθευτές και λιανέμποροι κατά τη μεταφορά, την αποθήκευση και την τοποθέτηση των προϊόντων σε ράφια.
Ας σημειωθεί επίσης ότι η βιωσιμότητα στη συσκευασία έχει πολλές πτυχές και η συζήτηση είναι ανοιχτή σχετικά με το πώς πρέπει να ιεραρχηθούν αυτές οι πτυχές κατά μήκος της αλυσίδας αξίας εξασφαλίζονται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι συντονισμένα. Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά νέων κανονισμών που έχει επηρεάσει τη βιομηχανία συσκευασίας την τελευταία δεκαετία. Πρόκειται για κανονισμούς που μπορεί να ισχύουν σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδo, με τις διαφοροποιήσεις να προβληματίζουν βιομηχανίες και αλυσίδες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Πρόκληση είναι επίσης η διαθεσιμότητα βιώσιμων υλικών στους απαιτούμενους όγκους προκειμένου να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση, γεγονός που από τη μια μεριά εγείρει εμπόδια στις εταιρείες προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν και από την άλλη απειλεί τους φιλόδοξους πράσινους στόχους μεγάλων πολυεθνικών. Επίσης, η πληροφορία από την έρευνα προοδεύει αλλά οι νέες καινοτόμες λύσεις που αποκαλύπτονται δεν φτάνουν γρήγορα στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Παρά τα εμπόδια όμως παραμένουν φιλόδοξοι οι στόχοι των επιχειρηματικών ηγετών. Παρατηρείται ότι πολλές εταιρείες εστιάζουν στις προμήθειες για να μειώσουν το βάρος και την ποσότητα των συσκευασιών, στρέφονται στη χρήση ευέλικτων μορφών συσκευασίας και δίνουν έμφαση στην καινοτομία και σε επαναχρησιμοποιούμενα υλικά. Κίνητρό τους είναι οι αυξανόμενες κανονιστικές απαιτήσεις, η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση και η ύπαρξη ενός σημαντικού μέρους καταναλωτών σε όλο τον κόσμο που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για βιώσιμες συσκευασίες.