Σήμερα, αργά το βράδυ, τίθεται προς ψήφιση στη Βουλή η επίμαχη διάταξη, που έχει προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση περιβαλλοντικών οργανώσεων, για τις “υπο-περιοχές” ήπιας ανάπτυξης σε χαρακτηρισμένες ως Natura 2000 περιοχές, στο πλαίσιο του νομοσχεδίου για τις δημόσιες συμβάσεις που έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια από χθες.
Της Σοφίας Εμμανουήλ (semmanouil@gmail.com)
Καθώς το επίμαχο άρθρο 219, που αφορά αποκλειστικά τις επενδύσεις στις περιοχές Natura και εισάγεται εμβόλημα για ψηφοφορία σε ένα νομοσχέδιο διαφορετικής φύσης – πρόκειται για νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων ενώ οι περιοχές Natura 2000 ρυθμίζονται με νομοσχέδιο του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος – στελέχη περιβαλλοντικών φορέων μιλούν για πρόκληση. Όπως μας μεταφέρει η Iόλη Χριστοπούλου, διευθύντρια πολιτικής του “Τhe Green Tank”, που εκπροσωπεί 30 οργανώσεις στη σχετική συζήτηση, έγινε μια ύστατη προσπάθεια αφύπνισης της κυβέρνησης, με επιστολή προς τον πρωθυπουργό, ο οποίος καλείται στη Βουλή προκειμένου να πάρει θέση για το θέμα. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είχαν δηλώσεις την αντίθεσή τους στη διάταξη του νομοσχεδίου και πριν την επιστολή στον πρωθυπουργό, μέσω εισήγησης προς την Επιτροπή Φύση 2000, το κεντρικό επιστημονικό γνωμοδοτικό όργανο του κράτους για τη βιοποικιλότητα. Παρόλαυτά, μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει αποσύρει αυτή τη διάταξη οπότε οι οργανώσεις ζητούν την καταψήφισή της από τους βουλευτές.
Με βάση το προωθούμενο άρθρο 219, καθορίζονται “υπο-περιοχές προστασίας” και εισάγεται καθεστώς με βάση την υλοποίηση αναπτυξιακών έργων και όχι με οικολογικά κριτήρια, γεγονός που κατά τα επιχειρήματα των περιβαλλοντικών οργανώσεων αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ το οποίο απαιτεί τη λήψη μέτρων διατήρησης που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών. Όπως εξηγεί η κ. Χριστοπούλου μεταξύ άλλων, η διάταξη υποβαθμίζει το έργο των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών, σχεδίων διαχείρισης και προεδρικών διαταγμάτων που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη για όλες τις περιοχές Natura της χώρας, υπό την εποπτεία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση – ένα κονδύλι 17,5 εκατ. ευρώ – και αυξάνει το διοικητικό βάρος καθώς επιβαρύνει τις αρμόδιες υπηρεσίες με μία παράλληλη διαδικασία έγκρισης μελετών. Επίσης, όπως σημειώνει, αντίκειται στον ορθολογικό τρόπο σχεδιασμού μιας προστατευόμενης περιοχής, ο οποίος πρέπει να γίνεται με αποκλειστικό κριτήριο τη διατήρηση των πολύτιμων, σπάνιων ή απειλούμενων στοιχείων της φύσης. Προσθέτει ότι η διάταξη 219 εισάγει μια εξαιρετικά επικίνδυνη παράκαμψη της πολεοδομικής νομοθεσίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ακόμα και με τον πρόσφατο νόμο 4759/2020 αφού προβλέπει ότι τα ειδικά πολεοδομικά σχέδια θα διαμορφώνουν τα μέτρα προστασίας των περιοχών Natura, κάτι που αποτελεί καταστρατήγηση του προστατευτικού καθεστώτος των πυρήνων βιοποικιλότητας της χώρας.
Σημειώνεται ότι σε πολλές από τις περιοχές Natura υπάρχουν απειλούμενα είδη, σπάνια χλωρίδα και πανίδα, και απαιτούνται ειδικές μελέτες για να καθοριστούν δραστηριότητες που είναι ανεκτές για την επιβίωση ευαίσθητων ειδών. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ακόμη και μια ήπιας μορφής επένδυση, μια φάρμα ή ένας χώρος φιλοξενίας δεν αποκλείεται να δημιουργεί όχληση όπως θορύβους, ρύπους, απόβλητα που δυνητικά συνδέονται με κινδύνους για την ανάπτυξη σπάνιων ειδών που επιβιώνουν στην ελεύθερη φύση. Η επιστημονική μελέτη μπορεί ωστόσο να δώσει στοιχεία για τα όρια στα οποία δεν πρέπει να φτάσουν ούτε ήπιας μορφής επενδύσεις. Εξάλλου η αξία αυτών των περιοχών, αυτή για την οποία είναι ελκυστικές σε επενδύσεις, πρέπει να διαφυλαχθεί και ακόμη καλύτερα να δημιουργηθεί υπεραξία για την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής ώστε και στο μέλλον να προσελκύει επενδυτικό ενδιαφέρον, επισκέπτες και μελετητές ενισχύοντας τις τοπικές οικονομίες.
Μένει να φανεί, στο βαθμό που θα επικρατήσει το νέο πλαίσιο, αν θα συνεισφέρει στους παραπάνω στόχους προστατεύοντας τη βιοποικιλότητα των περιοχών Natura 2000 χωρίς να αφήνει “παραθυράκια” που θα στοιχίσουν στη χώρα.
Είναι σαφές πάντως ότι η απεμπλοκή των δημοσίων συμβάσεων από γραφειοκρατικές διαδικασίες διατηρώντας αυστηρό το πλαίσιο διαφάνειας θα διευκολύνει την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ.